influence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈɪn.flu.əns/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
influence | influences |
influence (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επιρροή, η επίδραση που έχει κάποιος ή κάτι σε ένα άτομο ή πράγμα
- (μη μετρήσιμο) η επιρροή, η δύναμη που έχει κάποιος ή κάτι για να κάνει κάποιον ή κάτι να συμπεριφέρεται με συγκεκριμένο τρόπο
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | influence |
γ΄ ενικό ενεστώτα | influences |
αόριστος | influenced |
παθητική μετοχή | influenced |
ενεργητική μετοχή | influencing |
influence (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- influence (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- influence (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 321, 326. ISBN 9780194325684., λήμμα: επίδραση, επιρροή
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
influence | influences |
influence (fr) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη influer
Κατηγορίες:
- Pages using the Phonos extension
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)