Μετάβαση στο περιεχόμενο

toucher

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
toucher < μέση γαλλική toucher < παλαιά γαλλική tochier

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tu.ʃe/
 

toucher (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
toucher touchers

toucher (fr) αρσενικό

  1. η αφή
  2. το άγγιγμα