αγγίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγγίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγγίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἐγγίζω (φέρνω κοντά) < ἐγγύς [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aŋˈɟi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γί‐ζω
Ρήμα[επεξεργασία]
αγγίζω και εγγίζω, πρτ.: άγγιζα, στ.μέλλ.: θα αγγίξω, αόρ.: άγγιξα, παθ.φωνή: άγγισα, μτχ.π.π.: αγγίζομαι
- ακουμπώ κάτι με την άκρη των δαχτύλων μου, πολύ απαλά
- ↪Απαγορεύεται να αγγίζετε τα εκθέματα του μουσείου
- ασχολούμαι με κάτι νέο, πολύ επιφανειακά, χωρίς να εμβαθύνω
- (μεταφορικά) πειράζω κάποιον, τον προκαλώ φιλικά
- (μεταφορικά) συγκινώ κάποιον
- με άγγιξαν πολύ τα λόγια του
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
προσεγγίζω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγγίζω | άγγιζα | θα αγγίζω | να αγγίζω | αγγίζοντας | |
β' ενικ. | αγγίζεις | άγγιζες | θα αγγίζεις | να αγγίζεις | άγγιζε | |
γ' ενικ. | αγγίζει | άγγιζε | θα αγγίζει | να αγγίζει | ||
α' πληθ. | αγγίζουμε | αγγίζαμε | θα αγγίζουμε | να αγγίζουμε | ||
β' πληθ. | αγγίζετε | αγγίζατε | θα αγγίζετε | να αγγίζετε | αγγίζετε | |
γ' πληθ. | αγγίζουν(ε) | άγγιζαν αγγίζαν(ε) |
θα αγγίζουν(ε) | να αγγίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | άγγιξα | θα αγγίξω | να αγγίξω | αγγίξει | ||
β' ενικ. | άγγιξες | θα αγγίξεις | να αγγίξεις | άγγιξε | ||
γ' ενικ. | άγγιξε | θα αγγίξει | να αγγίξει | |||
α' πληθ. | αγγίξαμε | θα αγγίξουμε | να αγγίξουμε | |||
β' πληθ. | αγγίξατε | θα αγγίξετε | να αγγίξετε | αγγίξτε | ||
γ' πληθ. | άγγιξαν αγγίξαν(ε) |
θα αγγίξουν(ε) | να αγγίξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγγίξει | είχα αγγίξει | θα έχω αγγίξει | να έχω αγγίξει | ||
β' ενικ. | έχεις αγγίξει | είχες αγγίξει | θα έχεις αγγίξει | να έχεις αγγίξει | ||
γ' ενικ. | έχει αγγίξει | είχε αγγίξει | θα έχει αγγίξει | να έχει αγγίξει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγγίξει | είχαμε αγγίξει | θα έχουμε αγγίξει | να έχουμε αγγίξει | ||
β' πληθ. | έχετε αγγίξει | είχατε αγγίξει | θα έχετε αγγίξει | να έχετε αγγίξει | ||
γ' πληθ. | έχουν αγγίξει | είχαν αγγίξει | θα έχουν αγγίξει | να έχουν αγγίξει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγγίζομαι | αγγιζόμουν(α) | θα αγγίζομαι | να αγγίζομαι | ||
β' ενικ. | αγγίζεσαι | αγγιζόσουν(α) | θα αγγίζεσαι | να αγγίζεσαι | (αγγίζου) | |
γ' ενικ. | αγγίζεται | αγγιζόταν(ε) | θα αγγίζεται | να αγγίζεται | ||
α' πληθ. | αγγιζόμαστε | αγγιζόμαστε αγγιζόμασταν |
θα αγγιζόμαστε | να αγγιζόμαστε | ||
β' πληθ. | αγγίζεστε | αγγιζόσαστε αγγιζόσασταν |
θα αγγίζεστε | να αγγίζεστε | (αγγίζεστε) | |
γ' πληθ. | αγγίζονται | αγγίζονταν αγγιζόντουσαν |
θα αγγίζονται | να αγγίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγγίχτηκα | θα αγγιχτώ | να αγγιχτώ | αγγιχτεί | ||
β' ενικ. | αγγίχτηκες | θα αγγιχτείς | να αγγιχτείς | αγγίξου | ||
γ' ενικ. | αγγίχτηκε | θα αγγιχτεί | να αγγιχτεί | |||
α' πληθ. | αγγιχτήκαμε | θα αγγιχτούμε | να αγγιχτούμε | |||
β' πληθ. | αγγιχτήκατε | θα αγγιχτείτε | να αγγιχτείτε | αγγιχτείτε | ||
γ' πληθ. | αγγίχτηκαν αγγιχτήκαν(ε) |
θα αγγιχτούν(ε) | να αγγιχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αγγιχτεί | είχα αγγιχτεί | θα έχω αγγιχτεί | να έχω αγγιχτεί | αγγιγμένος | |
β' ενικ. | έχεις αγγιχτεί | είχες αγγιχτεί | θα έχεις αγγιχτεί | να έχεις αγγιχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει αγγιχτεί | είχε αγγιχτεί | θα έχει αγγιχτεί | να έχει αγγιχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αγγιχτεί | είχαμε αγγιχτεί | θα έχουμε αγγιχτεί | να έχουμε αγγιχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε αγγιχτεί | είχατε αγγιχτεί | θα έχετε αγγιχτεί | να έχετε αγγιχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αγγιχτεί | είχαν αγγιχτεί | θα έχουν αγγιχτεί | να έχουν αγγιχτεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγγίζω
[επεξεργασία]
- ↑ «αγγίζω» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ρήματα (νέα ελληνικά)