άγγισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άγγισμα τα αγγίσματα
      γενική του αγγίσματος των αγγισμάτων
    αιτιατική το άγγισμα τα αγγίσματα
     κλητική άγγισμα αγγίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άγγισμα < αγγίζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

άγγισμα ουδέτερο

→ δείτε τη λέξη άγγιγμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]