rota
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- rota < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *Hroteh₂
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rota (en) θηλυκό
- ο τροχός
- (συνεκδοχικά) το άρμα
- ο ηλιακός δίσκος
Σύνθετα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rota | rotae |
γενική | rotae | rotārum |
δοτική | rotae | rotīs |
αιτιατική | rotam | rotās |
κλητική | rota | rotae |
αφαιρετική | rotā | rotīs |
Μαλτέζικα (mt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rota (mt)