δίσκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δίσκος | οι | δίσκοι |
γενική | του | δίσκου | των | δίσκων |
αιτιατική | τον | δίσκο | τους | δίσκους |
κλητική | δίσκε | δίσκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |




Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δίσκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δίσκος ή κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή δίσκος (για το επίεπδο σκεύος)
- για σύγχρονες σημασίες < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική disque < λατινική discus < αρχαία ελληνική δίσκος
- για τον δίσκο των υπολογιστών < (άμεσο δάνειο) αγγλική disc [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈði.skos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐σκος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δίσκος αρσενικό
- οποιοδήποτε αντικείμενο με κυκλικό σχήμα
- ↪ ο ηλιακός δίσκος
- αντικείμενο κυκλικού ή άλλου σχήματος που χρησιμοποιείται για το σερβίρισμα ποτών και φαγητού
- (μουσική) αντικείμενο από βινύλιο με αυλακώσεις οι οποίες με τη χρήση κατάλλλης συσκευής μπορούν να αναπαραγάγουν ηχογραφημένη μουσική ή λόγο
- ↪ δίσκος 45 στροφών
- (αθλητισμός) το κυκλικό αντικείμενο που ρίχνει ο αθλητής στο αγώνισμα της δισκοβολίας
- (ανατομία) → δείτε μεσοσπονδύλιος δίσκος
- (οπτική) → δείτε ο δίσκος του Νεύτωνα
- (μηχανική) φορέας που βρίσκεται υπό επίπεδη ένταση είτε υπό επίπεδη παραμόρφωση
- (υλικό υπολογιστή) platter: ο μαγνητικός δίσκος σε μία συστοιχία δίσκων μιάς μονάδας σκληρών δίσκων (hard-disk drive), κατασκευασμένος από αλουμίνιο και τελευταία από γυαλί
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- δίσκος αποθήκευσης
- δίσκος του Νεύτωνα
- εύκαμπτος δίσκος ή δισκέτα
- μαγνητικός δίσκος
- μεσοσπονδύλιος δίσκος
- μονάδα δίσκου
- σκληρός δίσκος
- σταθερός δίσκος
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
όπως ενδεικτικά:
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Δίσκοι (platters) από σκληρούς δίσκους, εικόνες στα Wikimedia Commons
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δίσκος
|
[επεξεργασία]
- ↑ δίσκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | δίσκος | οἱ | δίσκοι |
γενική | τοῦ | δίσκου | τῶν | δίσκων |
δοτική | τῷ | δίσκῳ | τοῖς | δίσκοις |
αιτιατική | τὸν | δίσκον | τοὺς | δίσκους |
κλητική ὦ! | δίσκε | δίσκοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δίσκω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δίσκοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές[επεξεργασία]
- δίσκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δίσκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Οπτική (νέα ελληνικά)
- Μηχανική (νέα ελληνικά)
- Χρειάζονται παραδείγματα (νέα ελληνικά)
- Υλικό υπολογιστή (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)