δισκοβόλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δισκοβόλος < (ελληνιστική κοινή) δισκοβόλος < αρχαία ελληνική δίσκος + βάλλω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.skoˈvo.los/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δισκοβόλος αρσενικό ή θηλυκό
- (αθλητισμός) ο αθλητής της δισκοβολίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- δισκοβολία
- δισκοβολώ
- → δείτε τις λέξεις δίσκος και βάλλω