campo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
campo (es)
- ο αγρός
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
campo | campos |
campo (pt) αρσενικό
- ο αγρός
- (αθλητισμός) το γήπεδο, το στάδιο