κυματοειδής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυματοειδής η κυματοειδής το κυματοειδές
      γενική του κυματοειδούς* της κυματοειδούς του κυματοειδούς
    αιτιατική τον κυματοειδή την κυματοειδή το κυματοειδές
     κλητική κυματοειδή(ς) κυματοειδής κυματοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυματοειδείς οι κυματοειδείς τα κυματοειδή
      γενική των κυματοειδών των κυματοειδών των κυματοειδών
    αιτιατική τους κυματοειδείς τις κυματοειδείς τα κυματοειδή
     κλητική κυματοειδείς κυματοειδείς κυματοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυματοειδής < κυματ(ο)- (< κύμα) + -ειδής

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ci.ma.to.iˈðis/

Επίθετο[επεξεργασία]

κυματοειδής

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη κύμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]