σύρμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σύρμα | τα | σύρματα |
γενική | του | σύρματος | των | συρμάτων |
αιτιατική | το | σύρμα | τα | σύρματα |
κλητική | σύρμα | σύρματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σύρμα < αρχαία ελληνική σύρμα < σύρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tuer (αναδεύω, ανακατεύω)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σύρμα ουδέτερο
- εύκαμπτο έλασμα από κράμα μέταλλων, κυκλικής διατομής, με διάμετρο μικρότερη από ένα εκατοστό του μέτρου ως και μερικές δεκάδες εκατομμυριοστά του μέτρου, και πάμπολλες φορές μεγαλύτερο μήκος. Συνήθως η βάση για τα απαιτούμενα κράματα είναι σίδηρος ή χαλκός, αλλά και άλλα κράματα με υψηλή ελατότητα. Η ασκηση δύναμης πέραν του ορίου κάμψης του, του επιφέρει πλαστικές (μόνιμες) παραμορφώσεις.
- (μεταφορικά) λέξη-κλειδί ώστε να διακοπεί δράση που απαιτεί υψηλό βαθμό εχεμύθειας, συνήθως λόγω εμφάνισης ενός ατόμου που δεν πρέπει να γνωρίζει την εν λόγω δράση
- (στις Κυκλάδες) παραθαλάσσια σπηλιά ή οίκημα, όπου σύρουν τις βάρκες τον χειμώνα για προστασία από τις καιρικές συνθήκες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σύρμα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κύμα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)