σύρμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Σύρματα (1) δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος
Σύρματα (3) στα Μαντράκια της Μήλου.
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύρμα τα σύρματα
      γενική του σύρματος των συρμάτων
    αιτιατική το σύρμα τα σύρματα
     κλητική σύρμα σύρματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σύρμα < αρχαία ελληνική σύρμα < σύρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tuer (αναδεύω, ανακατεύω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsiɾ.ma/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σύρμα ουδέτερο

  1. εύκαμπτο έλασμα από κράμα μέταλλων, κυκλικής διατομής, με διάμετρο μικρότερη από ένα εκατοστό του μέτρου ως και μερικές δεκάδες εκατομμυριοστά του μέτρου, και πάμπολλες φορές μεγαλύτερο μήκος. Συνήθως η βάση για τα απαιτούμενα κράματα είναι σίδηρος ή χαλκός, αλλά και άλλα κράματα με υψηλή ελατότητα. Η ασκηση δύναμης πέραν του ορίου κάμψης του, του επιφέρει πλαστικές (μόνιμες) παραμορφώσεις.
  2. (μεταφορικά) λέξη-κλειδί ώστε να διακοπεί δράση που απαιτεί υψηλό βαθμό εχεμύθειας, συνήθως λόγω εμφάνισης ενός ατόμου που δεν πρέπει να γνωρίζει την εν λόγω δράση
  3. (στις Κυκλάδες) παραθαλάσσια σπηλιά ή οίκημα, όπου σύρουν τις βάρκες τον χειμώνα για προστασία από τις καιρικές συνθήκες

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]