whisk

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας whisk
γ΄ ενικό ενεστώτα whisks
αόριστος whisked
παθητική μετοχή whisked
ενεργητική μετοχή whisking

Ρήμα[επεξεργασία]

whisk (en)

  1. χτυπάω αυγά, κρέμα, κτλ. για να κάνει αφρό
     συνώνυμα: beat
  2. (+ επίρρημα/πρόθεση) διώχνω, μετακινώ κάτι ή κάποιον μακριά πολύ γρήγορα
    The cow was whisking away the flies with its tail.
    Η αγελάδα έδιωχνε τις μύγες με την ουρά της.

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 243-244. ISBN 9780194325684. , λήμμα: διώχνω