tasteful

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός tasteful
συγκριτικός more tasteful
υπερθετικός most tasteful

Ετυμολογία [επεξεργασία]

tasteful < taste + -ful

Επίθετο[επεξεργασία]

tasteful (en)

  • καλαίσθητος, είναι ελκυστικό και καλής ποιότητας και δείχνει ότι το πρόσωπο που τα επέλεξε μπορεί να αναγνωρίσει καλά πράγματα
    tasteful decoration/furniture - καλαίσθητη διακόσμηση/επίπλωση
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fashionable

Πηγές[επεξεργασία]