taste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
taste | tastes |
taste (en)
- η γεύση
- ↪ Chocolate has a sweet taste.
- Η σοκολάτα εχει γλυκιά γεύση.
- ↪ Taste is one of the five senses.
- Η γεύση είναι μία από τις πέντε αισθήσεις.
- ↪ Chocolate has a sweet taste.
- το γούστο, η αντίληψη που έχει κάποιος για αισθητικά ζητήματα ή θέματα σχετικά με το ωραίο
- ↪ He is a man with taste.
- Είναι άνθρωπος με γούστο.
- ↪ He is a man with taste.
- το γούστο, οι προσωπικές επιλογές και προτιμήσεις
- ↪ Each person has their own taste.
- Καθένας με τα γούστα του.
- ≈ συνώνυμα: preference
- ↪ Each person has their own taste.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | taste |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tastes |
αόριστος | tasted |
παθητική μετοχή | tasted |
ενεργητική μετοχή | tasting |
taste (en)
- (μεταβατικό) δοκιμάζω
- ↪ She tasted the food you made for her.
- Δοκίμαζε το φαγητό που της έφτιαξες.
- ↪ She tasted the food you made for her.
- (αμετάβατο) γεύομαι, έχω μια γεύση
- ↪ The food tastes good.
- Το φαγητό έχει ωραία γεύση.
- ↪ The food tastes good.