fact
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fact | facts |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fact (en)
- (μετρήσιμο) το γεγονός, η πραγματικότητα, κάτι που είναι γνωστό ότι είναι αλήθεια, ειδικά που μπορεί να αποδειχθεί
- ⮡ These are facts, not fiction.
- Αυτά είναι γεγονότα, δεν είναι παραμύθια.
- ⮡ I supported my argument with facts.
- Υποστήριξα το επιχείρημα μου με γεγονότα.
- ⮡ The fact of the matter is…
- Η πραγματικότητα είναι ότι…
- ⮡ The extensive damage of the environment is already a fact.
- Η εκτεταμένη καταστροφή του περιβάλλοντος είναι πια μια πραγματικότητα.
- ⮡ These are facts, not fiction.
- (μη μετρήσιμο) η πραγματικότητα, πράγματα που είναι αληθινά παρά πράγματα που έχουν εφευρεθεί
- ⮡ fact and fiction - πραγματικότητα και φαντασία
- (μόνο στον ενικό) το γεγονός, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση που υπάρχει
- ⮡ It is a fact that…
- Είναι γεγονός ότι…
- ⮡ It’s a fact he didn’t treat you well.
- Είναι γεγονός ότι δεν σου φέρθηκε καλά.
- ⮡ The fact that he showed up uninvited created a variety of reactions.
- Το γεγονός ότι παρουσιάστηκε απρόσκλητος δημιούργησε ποικίλες αντιδράσεις.
- ⮡ The fact is that we’re in a terrible financial situation.
- Tο γεγονός είναι ότι βρισκόμαστε σε δεινή οικονομική κατάσταση.
- ⮡ It’s cheering me up the fact that at the end of the month I’m going on vacation.
- Με παρηγορεί το γεγονός ότι στο τέλος του μήνα θα πάω διακοπές.
- ⮡ It is a fact that…
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- fact - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 182, 730. ISBN 9780194325684., λήμμα: γεγονός, πραγματικότητα