in fact
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
in fact (en) (ιδιωματισμός)
- μάλιστα, χρησιμοποιείται για να δώσει επιπλέον λεπτομέρειες για κάτι που μόλις αναφέρθηκε
- ↪ He’s involved in politics and, in fact, one time he was elected a member of parliament.
- Ανακατεύεται με την πολιτική (και) μάλιστα κάποτε βγήκε και βουλευτής.
- ↪ He’s involved in politics and, in fact, one time he was elected a member of parliament.
- στην πραγματικότητα, στην πράξη, όντως, χρησιμοποιείται για να τονίσει μια δήλωση, ειδικά μια δήλωση που είναι το αντίθετο από αυτό που μόλις αναφέρθηκε
- ↪ In fact, the events played out completely differently.
- Στην πραγματικότητα τα γεγονότα εξελίχθηκαν τελείως διαφορετικά.
- ↪ In fact he is very pleased.
- Στην πραγματικότητα είναι πολύ ευχαριστημένος.
- ↪ In fact, the events played out completely differently.