in fact
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]in fact (en) (ιδιωματισμός)
- μάλιστα, χρησιμοποιείται για να δώσει επιπλέον λεπτομέρειες για κάτι που μόλις αναφέρθηκε
- ⮡ He’s involved in politics and, in fact, one time he was elected a member of parliament.
- Ανακατεύεται με την πολιτική (και) μάλιστα κάποτε βγήκε και βουλευτής.
- ⮡ He’s involved in politics and, in fact, one time he was elected a member of parliament.
- μάλιστα, στην πραγματικότητα, όντως, χρησιμοποιείται για να τονίσει μια δήλωση, ειδικά μια δήλωση που είναι το αντίθετο από αυτό που μόλις αναφέρθηκε
- ⮡ He had never imagined this; he had, in fact. expected that they would seek to meet him.
- Αυτό ούτε που το φανταζόταν· περίμενε μάλιστα ότι θα επιδίωκαν να τον συναντήσουν.
- ⮡ In fact, the events played out completely differently.
- Στην πραγματικότητα τα γεγονότα εξελίχθηκαν τελείως διαφορετικά.
- ⮡ In fact he is very pleased.
- Στην πραγματικότητα είναι πολύ ευχαριστημένος.
- ⮡ In fact, he was right.
- Όντως είχε δίκιο.
- ⮡ He had never imagined this; he had, in fact. expected that they would seek to meet him.