Μετάβαση στο περιεχόμενο

faction

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

faction (en)

  1. φατρία
  2. φράξια
  3. διαμάχη



      ενικός         πληθυντικός  
faction factions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

faction (fr) θηλυκό