factory
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
factory (en)
- το εργοστάσιο, η φάμπρικα
- (προγραμματισμός) συνάρτηση (function factory), μέθοδος (method factory), κ.λπ. που δημιουργεί ένα αντικείμενο (συνάρτηση, κλάση, κλπ.) δυναμικά (κατά την εκτέλεση του προγράμματος)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Factory (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια