κουβούκλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προέρχεται από τη λατινική λέξη cubiculum, της οποίας αποτελεί υποκοριστικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουβούκλιο ουδέτερο
- μικρός θόλος ο οποίος στηρίζεται σε λεπτές κολόνες