édicule
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
édicule | édicules |
édicule (fr) αρσενικό
- μικρό κτήριο
ενικός | πληθυντικός |
édicule | édicules |
édicule (fr) αρσενικό