τροχοπέδη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τροχοπέδη < ελληνιστική κοινή τροχοπέδη < αρχαία ελληνική τροχός (< τρέχω) + πέδη (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική frein)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τροχοπέδη θηλυκό
- μηχανισμός που επιβραδύνει την ταχύτητα τροχού που περιστρέφεται, ιδίως στο τρένο
- (μεταφορικά) το εμπόδιο ή ό,τι επιβραδύνει μια κατάσταση
[επεξεργασία]
- τροχοπέδηση
- τροχοπεδώ
- → δείτε τις λέξεις τροχός, τρέχω και πέδη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)