Μετάβαση στο περιεχόμενο

frein

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
frein < λατινική frenum

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
frein freins

frein (fr)

  1. το φρένο, η τροχοπέδη
  2. o χαλινός

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]