γρανάζι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γρανάζι | τα | γρανάζια |
γενική | του | γραναζιού | των | γραναζιών |
αιτιατική | το | γρανάζι | τα | γρανάζια |
κλητική | γρανάζι | γρανάζια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γρανάζι < (άμεσο δάνειο) γαλλική engrenage + -ι με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɣɾaˈna.zi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γρα‐νά‐ζι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γρανάζι ουδέτερο
- (μηχανολογία) οδοντωτός τροχός που σε ζεύγη χρησιμοποιείται για την μετάδοση κίνησης
- η κάθε οδόντωση ή εγκοπή του
- (μεταφορικά, συνήθως στον πληθυντικό) σειρά γεγονότων και δυσκολιών απ' τις οποίες δύσκολα ξεφεύγει κανείς
- ↪ πέφτω / μπλέκω στα γρανάζια της γραφειοκρατίας
- ≈ συνώνυμα: στα δίχτυα
Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- γρανάζι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οδοντωτός τροχός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ γρανάζι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μηχανολογία (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)