γρανάζι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γρανάζι τα γρανάζια
      γενική του γραναζιού των γραναζιών
    αιτιατική το γρανάζι τα γρανάζια
     κλητική γρανάζι γρανάζια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ζεύγος γραναζιών: το μικρό έχει 10 δόντια και το μεγάλο 28 με αποτέλεσμα σε κάθε περιστροφή του μεγάλου το μικρό να εκτελεί 2,8 περιστροφές.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γρανάζι < (άμεσο δάνειο) γαλλική engrenage + με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣɾaˈna.zi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γρα‐νά‐ζι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γρανάζι ουδέτερο

  1. (μηχανολογία) οδοντωτός τροχός που σε ζεύγη χρησιμοποιείται για την μετάδοση κίνησης
  2. η κάθε οδόντωση ή εγκοπή του
     συνώνυμα: δόντι, οδόντωση
  3. (μεταφορικά, συνήθως στον πληθυντικό) σειρά γεγονότων και δυσκολιών απ' τις οποίες δύσκολα ξεφεύγει κανείς
    πέφτω / μπλέκω στα γρανάζια της γραφειοκρατίας
     συνώνυμα: στα δίχτυα

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]