wheel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
wheel wheels

wheel (en)

  1. τροχός, ρόδα οχήματος
  2. ( με το άρθρο the) το τιμόνι αυτοκινήτου
     συνώνυμα: steering wheel
  3. τιμόνι πλοίου
  4. τροχός (όργανο βασανιστηρίου)
  5. ανέμη

Παράγωγα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

wheel (en)

ενεστώτας wheel
γ΄ ενικό ενεστώτα wheels
αόριστος wheeled
παθητική μετοχή wheeled
ενεργητική μετοχή wheeling
  1. τσουλάω
  2. κάνω κύκλους (στον αέρα πετώντας)