τιμόνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τιμόνι | τα | τιμόνια |
γενική | του | τιμονιού | των | τιμονιών |
αιτιατική | το | τιμόνι | τα | τιμόνια |
κλητική | τιμόνι | τιμόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τιμόνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τιμόνι(ν) ("τιμόνι πλοίου") < βενετική timon (οιακοστρόφιο πλοίου, πηδάλιο αεροσκάφους) < δημώδης λατινική timonem, αιτιατική του timo < λατινική temo
Προφορά[επεξεργασία]



Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τιμόνι ουδέτερο
- (μηχανολογία) όργανο του συστήματος διεύθυνσης των μεταφορικών μέσων, (εκτός ειδικών οχημάτων σκαπτικών, ερπυστριοφόρων, τρένων, τραμ και τελεφερίκ) το οποίο χειρίζεται ο οδηγός σε κάθε αλλαγή κατεύθυνσης ή διατήρηση αυτής
- (μεταφορικά) η εξουσία, η διοίκηση
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα δημώδη λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μηχανολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)