στραβοτιμονιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στραβοτιμονιά | οι | στραβοτιμονιές |
γενική | της | στραβοτιμονιάς | των | στραβοτιμονιών |
αιτιατική | τη | στραβοτιμονιά | τις | στραβοτιμονιές |
κλητική | στραβοτιμονιά | στραβοτιμονιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στραβοτιμονιά θηλυκό
- ο εξ απειρίας ή αμελείας κακός χειρισμός του τιμονιού ή του πηδαλίου
- (μεταφορικά) λανθασμένος χειρισμός υπόθεσης ή κατάστασης
- (μεταφορικά) ηθικό παράπτωμα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στραβοτιμονιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)