guidon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
guidon | guidons |
guidon (fr) αρσενικό
- το τιμόνι (του ποδηλάτου, της μοτοσικλέτας, ...)