temo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | temo | temoj |
αιτιατική | temon | temojn |
temo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | temo | temoj |
αιτιατική | temon | temojn |
temo (eo)