Κύκλωψ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Κύκλωψ | οἱ | Κύκλωπες |
γενική | τοῦ | Κύκλωπος | τῶν | Κυκλώπων |
δοτική | τῷ | Κύκλωπῐ | τοῖς | Κύκλωψῐ(ν) & επικός:Κυκλώπεσσι(ν) |
αιτιατική | τὸν | Κύκλωπᾰ | τοὺς | Κύκλωπᾰς |
κλητική ὦ! | Κύκλωψ | Κύκλωπες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Κύκλωπε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Κυκλώποιν | ||
Και σπάνια (v.infr.) κατάληξη -οπα στην αιτιατική ενικού | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Κύκλωψ < πρωτοελληνική *Κύκλωψ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *Πκύκλωψ (κλέφτης βοοειδών). Η παραδοσιακή αποσύνθεση σε κύκλος + ὤψ, ήδη από τον Ησίοδο (βλ. παράθεμα Β), πλέον θεωρείται λαϊκή ετυμολογία, με πιθανότερη η πρόταση του Παύλου Θείμη (Paul Thieme) που ισχυρίζεται προέλευση από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *πκύ-κλωψ (πβ. βοόκλεψ). Τέτοια ετυμολόγηση έγινε δυσδιάκριτη μετά την απώλεια της λέξης *πέκυ (βοοειδή) (βλ. κλώψ για το β' σύνθετο). Στην ινδοευρωπαϊκή μυθολογία κλέφτες βοοειδών εμφανίζονται ευρέως και πριν την λαϊκή ετυμολογία ο Κύκλωψ θα ήταν απλώς ένας κλέφτης βοοειδών χωρίς ιδιαίτερη φυσιογνωμία.[1]
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Κύκλωψ αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) Κύκλωπας, γίγαντας με ένα μάτι στη μέση του μετώπου
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 2 (β. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 19 (19-20)
- Ἄντιφος αἰχμητής· τὸν δ' ἄγριος ἔκτανε Κύκλωψ
ἐν σπῆϊ γλαφυρῷ, πύματον δ' ὁπλίσσατο δόρπον.- ὁ Ἄντιφος, κονταριστής, ποὺ ὁ Κύκλωπας ὁ ἄγριος
τὸν ἔκοψε, καὶ δεῖπνο του τὸν ἔκαμε στὸ σπήλιο - Μετάφραση (1900): Αργύρης Εφταλιώτης, β 19
- ὁ Ἄντιφος, κονταριστής, ποὺ ὁ Κύκλωπας ὁ ἄγριος
- Ἄντιφος αἰχμητής· τὸν δ' ἄγριος ἔκτανε Κύκλωψ
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 144 (142-145)
- οἱ δ᾽ ἤτοι τὰ μὲν ἄλλα θεοῖς ἐναλίγκιοι ἦσαν,
μοῦνος δ᾽ ὀφθαλμὸς μέσσῳ ἐνέκειτο μετώπῳ·
Κύκλωπες δ᾽ ὄνομ᾽ ἦσαν ἐπώνυμον, οὕνεκ᾽ ἄρά σφεων
κυκλοτερὴς ὀφθαλμὸς ἕεις ἐνέκειτο μετώπῳ·- Αυτοί σε όλα τ᾽ άλλα με τους θεούς παρόμοιοι ήταν,
μα ένα μονάχα μάτι στη μέση του μετώπου τους βρισκόταν.
Και πήραν το φερώνυμο όνομα Κύκλωπες,
γιατί στο μέτωπό τους ένα βρισκόταν μάτι κυκλικό. - Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- Αυτοί σε όλα τ᾽ άλλα με τους θεούς παρόμοιοι ήταν,
- οἱ δ᾽ ἤτοι τὰ μὲν ἄλλα θεοῖς ἐναλίγκιοι ἦσαν,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 2 (β. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 19 (19-20)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Κυκλώπειος
- Κύκλωπες
- Κυκλωπία
- Κυκλωπικῶς
- κυκλώπιον
- Κυκλώπιον
- Κυκλώπιος
- κύκλωψ (με στρογγυλό σχήμα)
- Λαιμοκύκλωψ, -οπος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Κύκλωπες στη Βικιπαίδεια
Αναφορές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Κύκλωψ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Κύκλωψ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κώνωψ' (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'κώνωψ' (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'κώνωψ' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'κώνωψ' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνική μυθολογία (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ησίοδο (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)