Κύκλωψ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κύκλωψ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κύκλωψ οἱ Κύκλωπες
      γενική τοῦ Κύκλωπος τῶν Κυκλώπων
      δοτική τῷ Κύκλωπ τοῖς Κύκλωψ(ν)
επικός:Κυκλώπεσσι(ν)
    αιτιατική τὸν Κύκλωπ τοὺς Κύκλωπᾰς
     κλητική ! Κύκλωψ Κύκλωπες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κύκλωπε
γεν-δοτ τοῖν  Κυκλώποιν
Και σπάνια (v.infr.) κατάληξη -οπα στην αιτιατική ενικού
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κύκλωψ < πρωτοελληνική *Κύκλωψ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *Πκύκλωψ (κλέφτης βοοειδών). Η παραδοσιακή αποσύνθεση σε κύκλος + ὤψ, ήδη από τον Ησίοδο (βλ. παράθεμα Β), πλέον θεωρείται λαϊκή ετυμολογία, με πιθανότερη η πρόταση του Παύλου Θείμη (Paul Thieme) που ισχυρίζεται προέλευση από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *πκύ-κλωψ (πβ. βοόκλεψ). Τέτοια ετυμολόγηση έγινε δυσδιάκριτη μετά την απώλεια της λέξης *πέκυ (βοοειδή) (βλ. κλώψ για το β' σύνθετο). Στην ινδοευρωπαϊκή μυθολογία κλέφτες βοοειδών εμφανίζονται ευρέως και πριν την λαϊκή ετυμολογία ο Κύκλωψ θα ήταν απλώς ένας κλέφτης βοοειδών χωρίς ιδιαίτερη φυσιογνωμία.[1]

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κύκλωψ αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Paul Thieme, "Etymologische Vexierbilder", Zeitschrift für vergleichende Sprachforschung 69 (1951): 177-78; Burkert (1982), p. 157; J.P.S. Beekes, Indo-European Etymological Project, s.v. Cyclops.[1]