φυσική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φυσική | ||
γενική | της | φυσικής | ||
αιτιατική | τη | φυσική | ||
κλητική | φυσική | |||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
φυσική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου φυσικός
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυσική θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
φυσική