περικυκλόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: περικυκλέω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περικυκλόω < περι- + κυκλόω

περικυκλόω

  1. περικυκλώνω
  2. περικλείω
  3. (ελληνιστική κοινή) λέω, αναφέρω, εξιστορώ
    ※  Ποῖος στρατιώτης γέγονας, ἵνα παρεμβολὴν βαλὼν σὺ πληγῇς; περικυκλεῖς ψευδῆ λόγον. ((Ψευδο-)Λουκιανός, Ὠκύπους, 62-63)