Μετάβαση στο περιεχόμενο

περικλείω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περικλείω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περικλείω < περι- (γύρω) + κλείω (κλείνω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pe.ɾiˈkli.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περικλείω

περικλείω, αόρ.: περιέκλεισα, παθ.φωνή: περικλείομαι, π.αόρ.: περικλείστηκα, μτχ.π.π.: περικλεισμένος

  1. κλείνω γύρω γύρω
      Το οικόπεδο περικλείεται απο τις οδούς...
     συνώνυμα: περιβάλλω, περικυκλώνω, περιστοιχίζω, περιφράζω
    άλλες μορφές: περικλείνω περικλειώ
  2. περιλαμβάνω
      Η εργασία αυτή περικλείει όλες τις ιδέες του συγγραφέα. Είναι η επιτομή των θεωριών του.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περικλείω < περι- (γύρω) + κλείω (κλείνω)

ζητούμενο λήμμα