απερίκλειστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απερίκλειστος η απερίκλειστη το απερίκλειστο
      γενική του απερίκλειστου της απερίκλειστης του απερίκλειστου
    αιτιατική τον απερίκλειστο την απερίκλειστη το απερίκλειστο
     κλητική απερίκλειστε απερίκλειστη απερίκλειστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απερίκλειστοι οι απερίκλειστες τα απερίκλειστα
      γενική των απερίκλειστων των απερίκλειστων των απερίκλειστων
    αιτιατική τους απερίκλειστους τις απερίκλειστες τα απερίκλειστα
     κλητική απερίκλειστοι απερίκλειστες απερίκλειστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απερίκλειστος < α- + περικλείω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

απερίκλειστος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • απερίκλειστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)