κρίσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κρίσιμος | η | κρίσιμη | το | κρίσιμο |
γενική | του | κρίσιμου | της | κρίσιμης | του | κρίσιμου |
αιτιατική | τον | κρίσιμο | την | κρίσιμη | το | κρίσιμο |
κλητική | κρίσιμε | κρίσιμη | κρίσιμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κρίσιμοι | οι | κρίσιμες | τα | κρίσιμα |
γενική | των | κρίσιμων | των | κρίσιμων | των | κρίσιμων |
αιτιατική | τους | κρίσιμους | τις | κρίσιμες | τα | κρίσιμα |
κλητική | κρίσιμοι | κρίσιμες | κρίσιμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κρίσιμος < αρχαία ελληνική κρίσιμος < κρίσις < κρίνω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική critique[1])
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈkɾi.si.mos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ˈkɾi.si.mi/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ˈkɾi.si.mo/ ουδέτερο
Επίθετο
[επεξεργασία]κρίσιμος, -η, -ο
- που θα κρίνει, που θα έχει δηλαδή αποφασιστικό χαρακτήρα για την εξέλιξη ή την κατάληξη μιας υπόθεσης
- η σημερινή ψηφοφορία είναι κρίσιμη για το μέλλον της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα
- (συνεκδοχικά) που εμπεριέχει κίνδυνο
- η θεραπεία βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- κρίσιμα
- κρισιμότητα
- → δείτε τις λέξεις κρίση και κρίνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κρίσιμος
- ↑ κρίσιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)