crux

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Crux

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

crux (en)

  1. το καίριο σημείο, η "καρδιά" ενός ζητήματος
  2. (στην ορειβασία) το δυσκολότερο σημείο μιας αναρρίχησης

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

crux (la) θηλυκό γ' κλίσεως

  1. o σταυρός (το όργανο θανάτωσης)

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική crux crucēs
γενική crucis crucum
δοτική crucī crucibus
αιτιατική crucem crucēs
κλητική crux crucēs
αφαιρετική cruce crucibus
(γ' κλίση)