crux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
crux (en)
- το καίριο σημείο, η "καρδιά" ενός ζητήματος
- (στην ορειβασία) το δυσκολότερο σημείο μιας αναρρίχησης
[επεξεργασία]
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
crux (la) θηλυκό γ' κλίσεως
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | crux | crucēs |
γενική | crucis | crucum |
δοτική | crucī | crucibus |
αιτιατική | crucem | crucēs |
κλητική | crux | crucēs |
αφαιρετική | cruce | crucibus |