offensive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | offensive |
συγκριτικός | more offensive |
υπερθετικός | most offensive |
Επίθετο[επεξεργασία]
offensive (en)
- υβριστικός, προσβλητικός, αγενής με τρόπο που προκαλεί σε κάποιον να αισθάνεται αναστατωμένος ή ενοχλημένος επειδή δείχνει έλλειψη σεβασμού
- (επίσημο) πολύ δυσάρεστος
- ↪ an offensive smell - δυσάρεστη μυρωδιά
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unpleasant
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) επιθετικός, σχετίζεται με την πράξη επίθεσης σε κάποιον ή κάτι
- ↪ offensive war - επιθετικός πόλεμος
- ↪ offensive weapons - επιθετικά όπλα
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- offensive - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 907. ISBN 9780194325684., λήμμα: υβριστικός
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
offensive (fr) θηλυκό
- η επέλαση