Μετάβαση στο περιεχόμενο

bad

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bæd/

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός bad
συγκριτικός worse
υπερθετικός worst

bad (en)

  1. άσχημος, κακός, δυσάρεστος, γεμάτο προβλήματα
    παράδειγμα  a bad state of political affairs/of the economy - άσχημη η κατάσταση των πολιτικών πραγμάτων/της οικονομίας
    παράδειγμα  I had a really bad night/a bad time.
    Πέρασα πολύ άσχημη νύχτα/μια άσχημη περίοδο.
    παράδειγμα  It created a bad situation/atmosphere.
    Δημιουργήθηκε μια άσχημη κατάσταση/ατμόσφαιρα.
    παράδειγμα  The weather is really bad.
    Ο καιρός είναι πολύ άσχημος/κακός.
    παράδειγμα  I’m having bad thoughts.
    Κάνω άσχημες/κακές σκέψεις.
    παράδειγμα  a bad smell/taste - κακή οσμή/γεύση
    παράδειγμα  He had bad luck.
    Είχε κακή τύχη.
    παράδειγμα  Did you hear the bad news?
    Τα μάθατε τα δυσάρεστα νέα;
    παράδειγμα  I have something bad to tell you.
    Έχω κάτι δυσάρεστο να σου πω.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη unpleasant
  2. κακός, άσχημος, κακής ποιότητας· κάτω από ένα αποδεκτό επίπεδο
    παράδειγμα  a bad conductor of electricity/heat - κακός αγωγός του ηλεκτρισμού/της θερμότητας
    παράδειγμα  This year’s crop was bad.
    Η φετινή σοδειά ήταν κακή.
    παράδειγμα  The hotel was very bad.
    Το ξενοδοχείο ήταν πολύ κακό.
    παράδειγμα  The road is bad.
    Ο δρόμος είναι κακός.
    παράδειγμα  The construction of the house is very bad.
    Η κατασκευή του σπιτιού είναι πολύ κακή.
    παράδειγμα  a bad book/film project - ένα κακό βιβλίο/κινηματογραφικό έργο
    παράδειγμα  It’s not bad, it’s good enough.
    Δεν είναι κακό, είναι αρκετά καλό.
    παράδειγμα  a bad ad - άσχημη διαφήμιση
    παράδειγμα  The food was very bad.
    Το φαγητό ήταν πολύ άσχημο.
     συνώνυμα: poor
  3. άσχημος, κακός, σοβαρός
    παράδειγμα  a bad disease - άσχημη αρρώστια
    παράδειγμα  a bad hit - άσχημο χτύπημα
    παράδειγμα  He made a bad gaffe/a bad mistake.
    Έκανε μια άσχημη γκάφα/ένα άσχημο λάθος.
    παράδειγμα  Watch the road because it has bad turns.
    Πρόσεξε το δρόμο, γιατί έχει άσχημες στροφές.
    παράδειγμα  He popped a bad pimple.
    Έβγαλε ένα κακό σπυρί.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη severe
  4. κακός, ακατάλληλος, που δεν είναι κατάλληλο σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
    παράδειγμα  He’s a bad driver/speaker.
    Είναι κακός οδηγός/ομιλητής.
    παράδειγμα  She’s a bad student.
    Είναι κακή μαθήτρια.
    παράδειγμα  He’s bad at math.
    Είναι κακός στα μαθηματικά.
    παράδειγμα  Your shoes are bad for mountain hiking.
    Τα παπούτσια σου είναι ακατάλληλα για ορειβασία.
    παράδειγμα  He came at the worst time.
    Ήρθες στην πιο ακατάλληλη ώρα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη unsuitable
  5. κακός, άσχημος, που είναι ηθικά απαράδεκτο
    παράδειγμα  a bad woman, she doesn’t feel sorry for anyone - κακιά γυναίκα, δε λυπάται κανέναν
    παράδειγμα  He has bad intentions.
    Έχει κακές προθέσεις.
    παράδειγμα  Bad friends corrupt the youth.
    Οι κακές συναναστροφές διαφθείρουν τους νέους.
    παράδειγμα  a bad deed - άσχημη πράξη
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη evil
  6. (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) κακός, άτακτος, ειδικά για παιδιά που δεν συμπεριφέρονται καλά
    παράδειγμα  Don’t be a bad child.
    Μη γίνεσαι κακό παιδί.
    παράδειγμα  He has bad manners.
    Έχει κακούς τρόπους.
    παράδειγμα  My bulldog is being a bad dog.
    Το μπουλντόγκ μου είναι κακό σκυλί.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη naughty
  7. κακός, φτωχός, για ένα άτομο που δεν είναι σε θέση να κάνει κάτι καλά ή με αποδεκτό τρόπο
    παράδειγμα  He has bad eyesight/hearing.
    Έχει κακή όραση/ακοή.
    παράδειγμα  His English is bad, he doesn’t speak it correctly.
    Τα αγγλικά του είναι κακά, δεν τα μιλάει σωστά.
    παράδειγμα  Their vocabulary is bad.
    Το λεξιλόγιό τους είναι φτωχό.
    παράδειγμα  His imagination is bad.
    Η φαντασία του είναι φτωχή.
    παράδειγμα  My knowledge is bad.
    Οι γνώσεις μου είναι φτωχές.
     συνώνυμα: poor
  8. (όχι πριν από το ουσιαστικό) κακός, που είναι επιβλαβές· που προκαλεί ή είναι πιθανό να προκαλέσει βλάβη
    παράδειγμα  a bad diet - κακή διατροφή
    παράδειγμα  Stress is bad for you.
    Το άγχος σου κάνει κακό.
  9. χαλάω, για τρόφιμα που δεν είναι ασφαλή για κατανάλωση επειδή έχει αλλοιωθεί
    παράδειγμα  Fish goes bad easily in hot weather.
    Το ψάρι χαλάει εύκολα με τη ζέστη.
    παράδειγμα  The milk went bad.
    Το γάλα χάλασε.
    παράδειγμα  Meat/fish goes bad in hot weather.
    Το κρέας/ψάρι αλλοιώνεται στη ζέστη.
  10. άσχημος, κακός, η κατάσταση του να νιώθω ενόχληση ή θυμό
    παράδειγμα  I’m in a very bad mood.
    Έχω πολύ άσχημη διάθεση.
    παράδειγμα  Today I’m in a bad mood.
    Σήμερα έχω κακή διάθεση.
    παράδειγμα  You shouldn’t feel bad if I refuse.
    Να μη σου κακοφανεί αν αρνηθώ.
    παράδειγμα  I hope I didn’t make her feel bad with what I said.
    Ελπίζω να μην της κακοφάνηκε αυτό που είπα.
  11. άσχημα, που αισθάνεται ή φαίνεται άρρωστος
    παράδειγμα  I feel a little bad today, I’m going to go and lie down.
    Νιώθω λίγο άσχημα σήμερα, θα πάω να ξαπλώσω.
    παράδειγμα  My stomach feels bad today.
    Το στομάχι μου είναι άσχημα σήμερα.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός bad
συγκριτικός worse
υπερθετικός worst

bad (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bad (en)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

bad (en)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]