poor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | poor |
συγκριτικός | poorer |
υπερθετικός | poorest |
poor (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
poor (en) (μόνο πληθυντικός)
- οι φτωχοί, οι άνθρωποι που έχουν πολύ λίγα χρήματα ή περιουσία