poor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός poor
συγκριτικός poorer
υπερθετικός poorest

poor (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

poor (en) (μόνο πληθυντικός)

  • οι φτωχοί, οι άνθρωποι που έχουν πολύ λίγα χρήματα ή περιουσία
    The rich get richer and the poor get poorer.
    Οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι.
     αντώνυμα: rich

Πηγές[επεξεργασία]