unsuitable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός unsuitable
συγκριτικός more unsuitable
υπερθετικός most unsuitable

Ετυμολογία [επεξεργασία]

unsuitable < un- + suitable

Επίθετο[επεξεργασία]

unsuitable (en)

  • ακατάλληλος
    soil unsuitable for growing fruit trees - έδαφος ακατάλληλο για την καλλιέργεια οπωροφόρων
    The building was deemed unsuitable for a school.
    Το κτίριο κρίθηκε ακατάλληλο για σχολείο.
    This book is unsuitable for small children because it is hard to understand.
    Το βιβλίο αυτό είναι ακατάλληλο για μικρά παιδιά γιατί είναι δυσνόητο.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]