bid
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bid | bids |
bid (en)
- προσφορά σε δημοπρασία
- ποντάρισμα
- υποβολή υποψηφιότητας για κάποια θέση ή τίτλο
ενεστώτας | bid |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bids |
αόριστος | bid, bade, bad |
παθητική μετοχή | bid, bidden |
ενεργητική μετοχή | bidding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
Οι τύποι bade, bad και bidden είναι παρωχημένοι. |
Ρήμα[επεξεργασία]
bid (en)
- δίνω/δίδω εντολή, απαιτώ
- δίδω χαιρετισμό
- I bid you farewell - σε αποχαιρετώ
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | bid |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bids |
αόριστος | bid |
παθητική μετοχή | bid |
ενεργητική μετοχή | bidding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
bid (en)
- κάνω προσφορά (σε δημοπρασία)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
bid (en)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
παρωχημένες, για σημασία: δίδω εντολή: