Μετάβαση στο περιεχόμενο

naughty

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός naughty
συγκριτικός naughtier
υπερθετικός naughtiest

Επίθετο

[επεξεργασία]

naughty (en)

  1. άτακτος, ως προς τη συμπεριφορά
      a naughty child - άτακτο παιδί
     συνώνυμα:  bad και disobedient
  2. πονηρός, με σεξουαλικά υπονοούμενα
      He’s thinking naughty thoughts.
    Κάνει πονηρές σκέψεις.
      He has a naughty intention.
    Έχει πονηρό σκοπό.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη obscene
  3. (αρχαϊκό) κακός
      the naughty witch - η κακιά μάγισσα