naughty
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | naughty |
συγκριτικός | naughtier |
υπερθετικός | naughtiest |
Επίθετο[επεξεργασία]
naughty (en)
- άτακτος, ως προς τη συμπεριφορά
- ↪ a naughty child - άτακτο παιδί
- ≈ συνώνυμα: bad και disobedient
- πονηρός, με σεξουαλικά υπονοούμενα
- (αρχαϊκό) κακός
- ↪ the naughty witch - η κακιά μάγισσα