Μετάβαση στο περιεχόμενο

ghastly

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός ghastly
συγκριτικός ghastlier
υπερθετικός ghastliest

Επίθετο

[επεξεργασία]

ghastly (en)

  1. τρομερός, για ένα γεγονός που με τρομάζει και είναι δυσάρεστο
      a ghastly accident - τρομερό δυστύχημα
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη frightening
  2. (ανεπίσημο) τρομερός, για μια κατάσταση που είναι πολύ κακή· δυσάρεστη
      The weather was ghastly.
    Ο καιρός ήταν τρομερός.