horrid
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | horrid |
συγκριτικός | more horrid |
υπερθετικός | most horrid |
Επίθετο
[επεξεργασία]horrid (en)
- φριχτός, φρικαλέος
- ↪ Even the journalists stood frozen in front of the horrid sight.
- Ακόμη και οι δημοσιογράφοι στάθηκαν κεραυνοβολημένοι μπροστά στο φριχτό θέαμα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη frightening
- ↪ Even the journalists stood frozen in front of the horrid sight.