φριχτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φριχτός | η | φριχτή | το | φριχτό |
γενική | του | φριχτού | της | φριχτής | του | φριχτού |
αιτιατική | τον | φριχτό | τη | φριχτή | το | φριχτό |
κλητική | φριχτέ | φριχτή | φριχτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φριχτοί | οι | φριχτές | τα | φριχτά |
γενική | των | φριχτών | των | φριχτών | των | φριχτών |
αιτιατική | τους | φριχτούς | τις | φριχτές | τα | φριχτά |
κλητική | φριχτοί | φριχτές | φριχτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φριχτός < φρικτός
Επίθετο[επεξεργασία]
φριχτός
- άλλη μορφή του φρικτός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φρίκη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φριχτός
|