unpleasantly
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | unpleasantly |
συγκριτικός | more unpleasantly |
υπερθετικός | most unpleasantly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- unpleasantly < unpleasant + -ly
Επίρρημα
[επεξεργασία]unpleasantly (en)
- δυσάρεστα
- ⮡ It unpleasantly surprised me.
- Με ξάφνιασε δυσάρεστα.
- ⮡ It unpleasantly surprised me.