Μετάβαση στο περιεχόμενο

ειδεχθής

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: εἰδεχθής
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ειδεχθής η ειδεχθής το ειδεχθές
      γενική του ειδεχθούς* της ειδεχθούς του ειδεχθούς
    αιτιατική τον ειδεχθή την ειδεχθή το ειδεχθές
     κλητική ειδεχθή(ς) ειδεχθής ειδεχθές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ειδεχθείς οι ειδεχθείς τα ειδεχθή
      γενική των ειδεχθών των ειδεχθών των ειδεχθών
    αιτιατική τους ειδεχθείς τις ειδεχθείς τα ειδεχθή
     κλητική ειδεχθείς ειδεχθείς ειδεχθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ειδεχθής ήδη τον 5ο αιώνα πκε στον Ιπποκράτη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἰδεχθής < αρχαία ελληνική εἶδ(ος) + ἔχθ(ος) (μίσος) + -ής[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.ðeˈxθis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ειδεχθής

Επίθετο

[επεξεργασία]

ειδεχθής, -ής, -ές

  • που προκαλεί φρίκη και αποτροπιασμό
      ειδεχθές έγκλημα όπως κατά του πολιτεύματος, υποθέσεις τρομοκρατίας, ανθρωποκτονίες, βιασμoύς, κ.λπ.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ειδεχθής - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.