εἰδεχθής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ειδεχθής
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / εἰδεχθής τὸ εἰδεχθές
      γενική τοῦ/τῆς εἰδεχθοῦς τοῦ εἰδεχθοῦς
      δοτική τῷ/τῇ εἰδεχθεῖ τῷ εἰδεχθεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν εἰδεχθ τὸ εἰδεχθές
     κλητική ! εἰδεχθές εἰδεχθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εἰδεχθεῖς τὰ εἰδεχθ
      γενική τῶν εἰδεχθῶν τῶν εἰδεχθῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς εἰδεχθέσ(ν) τοῖς εἰδεχθέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς εἰδεχθεῖς τὰ εἰδεχθ
     κλητική ! εἰδεχθεῖς εἰδεχθ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εἰδεχθεῖ τὼ εἰδεχθεῖ
      γεν-δοτ τοῖν εἰδεχθοῖν τοῖν εἰδεχθοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εἰδεχθής ήδη τον 5ο αιώνα πκε στον Ιπποκράτη < εἶδ(ος) + -εχθής (< ἔχθος)[1]

Επίθετο

[επεξεργασία]

εἰδεχθής, -ης, -ες, συγκριτικός:εἰδεχθέστερος, υπερθετικός: εἰδεχθέστατος

  1. δυσώδης, δύσοσμος, σάπιος
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 2.115, @scaife.perseus
    Ῥόος πυῤῥὸς ῥέει, οἷον ἐξ ὠοῦ εἰδεχθέος πουλύ τε καὶ δύσοδμον, καὶ φλεγμαίνουσιν αἱ ὑστέραι,
  2. αποκρουστικός στην όψη, άσχημος
    ※  4ος/3ος πκε αιώνας Θεόφραστος, Χαρακτῆρες, 28.4
    ‹ἀ›μέλει δὲ καὶ κακῶς λεγόντων ἑτέρων συνεπιλαβέσθαι εἴπας «Ἐγὼ δὲ τοῦτον τὸν ἄνθρωπον πλέον πάντων μεμίσηκα· καὶ γὰρ εἰδεχθής τις ἀπὸ τοῦ προσώπου ἐστίν·
    Όταν κάποιοι άλλοι επιδίδονται στην κακολογία, είναι βέβαιο ότι θα πάρει μέρος κι αυτός λέγοντας: «Αυτόν τον άνθρωπο εγώ τον έχω μισήσει περισσότερο απ᾽ όλους. Ακόμη κι από το πρόσωπό του είναι απεχθής.
    Μετάφραση (2008), Σταύρος Γκιργκένης @greek‑language.gr
    ※  1ος πκε αιώνας Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 3, 29.1 @scaife.perseus
    κατὰ γὰρ τὴν ἐαρινὴν ὥραν παρʼ αὐτοῖς ζέφυροι καὶ λίβες παμμεγέθεις ἐκριπτοῦσιν ἐκ τῆς ἐρήμου πλῆθος ἀκρίδων ἀμύθητον, τοῖς τε μεγέθεσι διαλλάττον καὶ τῇ χρόᾳ τοῦ πτερώματος εἰδεχθὲς καὶ ῥυπαρόν.
    ※  1ος πκε αιώνας Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 3, 29.5 @scaife.perseus
    ὅταν γὰρ πλησιάζῃ τὸ γῆρας, ἐμφύονται τοῖς σώμασι πτερωτοὶ φθεῖρες οὐ μόνον διάφοροι τοῖς εἴδεσιν, ἀλλὰ καὶ ταῖς ἰδέαις ἄγριοι καὶ παντελῶς εἰδεχθεῖς.
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Ἠθικά Αἴτια Ῥωμαϊκά, Διὰ τί καὶ σαρκὸς ὠμῆς ἀπείρηται τῷ ἱερεῖ ψαύειν;, Section 110, 290a @scaife.perseus
    τὸ δὲ πρόσφατον καὶ ὠμὸν οὐδὲ τὴν ὄψιν ἔχει καθαρὰν καὶ ἀμίαντον, ἀλλʼ εἰδεχθῆ καὶ ἑλκώδη.

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ειδεχθής - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.