σάπιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σάπιος < μεσαιωνική ελληνική σάπιος < σαπίζω < αρχαία ελληνική σήπομαι (αόριστος: ἐσάπην), παθητική φωνή του ρήματος σήπω
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
σάπιος, -ια, -ιο
- (για οργανική ύλη) που έχει αποσυντεθεί
- (για άλλα υλικά) διαβρωμένος
- (μεταφορικά) διεφθαρμένος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σαπίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σάπιος