σήπω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  σήπω   σήπομαι 
Παρατατικός  ἔσηπον   ἐσηπόμην 
Μέλλοντας  σήψω   σαπήσομαι 
Αόριστος  ἔσηψα   ἐσάπην 
Παρακείμενος  σέσηπα   σέσημμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐσεσήπειν   ἐσεσήμμην 
Συντελ.Μέλλ.

Ρήμα[επεξεργασία]

σήπω, μέσο και παθητικό σήπομαι

  1. κάνω κάτι να σαπίσει
  2. (μεταφορικά) διαφθείρω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • Ο παρακείμενος σέσηπα χρησιμοποιείται με παθητική σημασία (σαπίζω)