σήψ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σήψ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σήψ, σηπός αρσενικό

  1. (ερπετό) δηλητηριώδες φίδι του οποίου το δάγκωμα προκαλεί σήψη
  2. (ερπετό) είδος σαύρας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σήψ, σηπός θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη σήπω

Πηγές[επεξεργασία]