δυστυχισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
δυστυχισμένος< μετοχή παθ. παρακειμένου. του ρήμ. δυστυχώ
Μετοχή[επεξεργασία]
δυστυχισμένος, -η, -ο
- που ζει μέσα στη δυστυχία
- δυστυχισμένη μου ψυχή
- που εκφράζει δυστυχία
- ήρθε και με βρήκε με το δυστυχισμένο προσωπάκι του
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυστυχισμένος